- ζωέμπορος
- οέμπορος ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωέμπορος — ζωέμπορος, ο και ζωέμπορας, ο έμπορος ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωεμπορία — η [ζωέμπορος] το εμπόριο ζώων, υποζυγίων ή σφαγίων … Dictionary of Greek
ζωεμπόριο — το [ζωέμπορος] εμπόριο ζώων, υποζυγίων ή σφαγίων, ζωεμπορία … Dictionary of Greek
χοιρέμπορος — ο, ΝΜΑ ζωέμπορος που εμπορεύεται χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ έμπορος)] … Dictionary of Greek
Διόγος — (19ος αι.). Φιλικός που αργότερα πρόδωσε τη Φιλική Εταιρεία. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο και ασκούσε το επάγγελμα του κρεοπώλη. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία· επειδή όμως ήρθε σε ρήξη με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όταν ο τελευταίος βρέθηκε στο… … Dictionary of Greek
Καββαδίας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Κατατάχθηκε στο σώμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και πολέμησε στη Λευκάδα. Όταν διαλύθηκαν τα τάγματα, έμεινε στην Κεφαλονιά και πέθανε το 1830. 2. Κώστας. Καταγόταν από τα Άγραφα. Ανήκε στα σώματα που είχαν … Dictionary of Greek
Μανάκης, Αναστάσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μέτσοβο και ήταν ζωέμπορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1821 στάλθηκε στη Βλαχία με ειδική εντολή να απελευθερώσει (ή στην ανάγκη να σκοτώσει) τον Φιλικό Αριστείδη Πωπ,… … Dictionary of Greek